- ανανθής
- ης, ες, άνανθος, η , ο[ν] не имеющий цветов
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀνανθής — flowerless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανανθής — ές (Α ἀνανθής) 1. (για φυτά) αυτό που δεν έχει άνθη 2. μτφ. αυτός που έχασε το άνθος τής νεότητας, γερασμένος, παρακμασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + ανθής < ἄνθος] … Dictionary of Greek
ἀνανθῆ — ἀνανθής flowerless neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀνανθής flowerless masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀνανθής flowerless masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνανθές — ἀνανθής flowerless masc/fem voc sg ἀνανθής flowerless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνανθεῖ — ἀνανθέω blossom again pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀνανθέω blossom again pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀνανθής flowerless masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀνανθής flowerless masc/fem/neut dat … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνανθεῖς — ἀνανθέω blossom again pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀνανθής flowerless masc/fem acc pl ἀνανθής flowerless masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνανθῶν — ἀνανθέω blossom again pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἀνανθής flowerless masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)